- κρατεραλγής
- κρᾰτερ-αλγής, ές,A cruel, IG7.96 (Megara, iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατεραλγής — κρατεραλγής, ές (Α) άτεγκτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αλγής (< ἄλγος, τό), πρβλ. πολυ αλγής, υστερ αλγής] … Dictionary of Greek
κρατεραλγέα — κρατεραλγής cruel neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κρατεραλγής cruel masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek